θηράφιον

θηράφιον
θηράφιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηράφιον — θηράφιον, τὸ (Α) (για έντομα) υποκορ. τού θηρίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, + υποκορ. κατάλ. αφιον (πρβλ. ελάφιον < έλαφος)] …   Dictionary of Greek

  • θηραφίων — θηράφιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • θήραφος — θήραφος, ὁ (Α) η αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θηράφιον, υποκορ. τού θηρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”